Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἂν κόπος μ

  • 1 zahmet

    κόπος, μόχθος, ταλαιπωρία

    Türkçe-Yunanca Sözlük > zahmet

  • 2 затрата

    затрата ж 1) о κόπος (усилие и т. л.) η δαπάνη, το έξοδο (средств и т. л.) η κατανάλωση (потребление) 2) мн.: \затратаы (расходы) οι δαπά νες, τα έξοδα
    * * *
    ж
    1) ο κόπος (усилие и т. п.); η δαπάνη, το έξοδο (средств и т. п.); η κατανάλωση ( потребление)
    2) мн.

    затра́ты (расходы) — οι δαπάνες, τα έξοδα

    Русско-греческий словарь > затрата

  • 3 труд

    труд м 1) (работа) η εργασία, η δουλεία; физический (умственный) \труд η χειρωνακτική (διανοητική) εργασία 2) (усилие) о μόχθος, η δυσκολία, ο κόπος; без \труда χωρίς δυσκολία; с \трудом με δυσκολία 3) (сочинение) το έργο, το σύγγραμμα
    * * *
    м
    1) ( работа) η εργασία, η δουλειά

    физи́ческий (у́мственный) труд — η χειρωνακτική (διανοητική) εργασία

    2) ( усилие) ο μόχθος, η δυσκολία, ο κόπος

    без труда́ — χωρίς δυσκολία

    с трудо́м — με δυσκολία

    3) ( сочинение) το έργο, το σύγγραμμα

    Русско-греческий словарь > труд

  • 4 борона

    борон||а
    ж с.-х. ἡ σβάρνα, ὁ βωλο-κόπος.

    Русско-новогреческий словарь > борона

  • 5 конь

    кон||ь
    м
    1. τό ἄλογο, ὁ ίππος, τό ἄτν
    2. шахм. τό ἄλογο· ◊ не в \конья корм разг ἀδικος ὁ κόπος· дареному \коньκ> в зу́бы не смотрят посл. κάποιου χάριζαν ἕνα γάιδαρο, κἰαὐτός τόν κύτταζε στά δόντια.

    Русско-новогреческий словарь > конь

  • 6 напрасньш

    напрасн||ьш
    прил μάταιος:
    \напрасньшая надежда ἡ μάταια ἐλπίδα· \напрасньшый труд μάταιος κόπος· \напрасньшое обвинение ἡ ἄδικη κατηγορία.

    Русско-новогреческий словарь > напрасньш

  • 7 труд

    труд
    ж
    1. ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:
    физический (у́мственный) \труд ἡ χειρωνακτική (ἡ διανοητική) ἐργασία· наемный \труд ἡ μισθωτή ἐργασία· разделение \труда ὁ καταμερισμός τής ἐργασίας· охрана \труда ἡ προστασία τής ἐργασίας· производительность \труда ἡ παραγωγικότητα, ἡ ἀποδοτικότητα τής ἐργασίας· жить своим \трудо́м ζῶ ἀπ' τή δουλειά μου·
    2. (заботы, хлопоты) ἡ φροντίδα/ ὁ κόπος (старание)/ ἡ προσπάθεια (усилие):
    с большим \трудо́м μέ μεγάλη προσπάθεια, μέ μεγάλο κόπο· взять на себя \труд κάνω τόν κόπο· не стоит \труда δέν ἀξίζει τόν κόπο·
    3. (сочинение) τό σύγγραμμα, ἡ μελέτη:
    нау́чный \труд τό ἐπιστημονικό σύγγραμμα· список печатных \трудов ὁ κατάλογος τῶν ἐργασιών πού δημοσιεύτηκαν.

    Русско-новогреческий словарь > труд

  • 8 тяжелый

    тяжел||ый
    прил
    1. βαρύς:
    \тяжелый гру́з τό βαρύ φορτίο· \тяжелый чемодан ἡ βαρειά βαλί-τσα·
    2. (суровый) βαρύς/ αὐστηρός (строгий):
    \тяжелыйое наказание ἡ βαρειά ποινή· \тяжелыйая ответственность ἡ βαρειά εὐθύνη· \тяжелыйая вина τό βαρύ πταίσμα, τό σοβαρό σφάλμα· \тяжелыйое преступление τό βαρύ ἔγκλημα·
    3. (трудный, утомительный) δύσκολος, βαρύς, κουραστικός:
    \тяжелый труд ὁ βαρύς κόπος· \тяжелыйая работа ἡ βαρειά ἐργασία· \тяжелыйая задача τό δύσκολο καθήκο·
    4. (серьезный) σοβαρός:
    \тяжелыйая болезнь ἡ σοβαρή ἀσθένεια·
    5. (мучительный) δύσκολος, βαρύς, λυπηρός, θλιβερός:
    \тяжелыйое зрелище τό λυπηρό θέαμα· \тяжелыйое чу́вство τό βαρύ αίσθημα· \тяжелый день ἡ βαρειά ἡμέρα· \тяжелыйые времена οἱ δύσκολοι καιροί· ◊ \тяжелыйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \тяжелыйая артиллерия τό βαρύ πυροβολικό· \тяжелый танк βαρύ ἄρμα μάχης· \тяжелыйое топливо ἡ βαρειά καύσιμη ὕλη· \тяжелыйое дыхание ἡ δύσκολη ἀναπνοή· \тяжелый сон ὁ βαρύς ὑπνος· \тяжелыйая голова τό βαρύ κεφάλι (άπ' τήν ἀϋπνία)· \тяжелый шаг τό βαρύ βήμα \тяжелый нрав ὁ ἰδιότροπος χαρακτήρας· \тяжелый на подъем ὁ τεμπέλης, ὁ δυσκίνητος· \тяжелый воздух ἡ βαρειά ἀτμόσφαιρα· \тяжелыйая пища ἡ δύσπεπτη τροφή· \тяжелыйая рука́ τό βαρύ χέρι· с \тяжелый-ым сердцем μέ βαρειά καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > тяжелый

  • 9 усталь

    у́стал||ь
    ж разг ὁ κόπος, ὁ μόχθος, ἡ κούραση:
    без \устальи ἀκούραστα, ἀδιάκοπα· не внать \устальи εἶμαι ἀκούραστος.

    Русско-новогреческий словарь > усталь

  • 10 trouble

    1. noun
    1) ((something which causes) worry, difficulty, work, anxiety etc: He never talks about his troubles; We've had a lot of trouble with our children; I had a lot of trouble finding the book you wanted.) φασαρία, μπελάς, κόπος, ταλαιπωρία, πρόβλημα
    2) (disturbances; rebellion, fighting etc: It occurred during the time of the troubles in Cyprus.) ταραχή, φασαρία
    3) (illness or weakness (in a particular part of the body): He has heart trouble.) ενόχληση, πάθηση
    2. verb
    1) (to cause worry, anger or sadness to: She was troubled by the news of her sister's illness.) ανησυχώ, στενοχωρώ
    2) (used as part of a very polite and formal request: May I trouble you to close the window?) ενοχλώ, βάζω στον κόπο
    3) (to make any effort: He didn't even trouble to tell me what had happened.) μπαίνω στον κόπο, σκοτίζομαι
    - troublesome
    - troublemaker

    English-Greek dictionary > trouble

  • 11 труд

    [τρούτ] ουσ. α εργασία, κόπος

    Русско-греческий новый словарь > труд

  • 12 труд

    [τρούτ] ουσ α εργασία, κόπος

    Русско-эллинский словарь > труд

  • 13 вилы

    вил πλθ.,
    βλ. вилка (2 σημ.)
    εκφρ.
    -ами на (ή по)воде писано – μια τρύπα στο νερό (άδικος κόπος).

    Большой русско-греческий словарь > вилы

  • 14 молотобоец

    -бойца α. σφυρήλατης, σφυρο-κόπος.

    Большой русско-греческий словарь > молотобоец

  • 15 напрасный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. μάταιος, ανώφελος, άκαρπος χαμένος•

    -ые старания μάταιες προσπάθειες•

    напрасный труд χαμένος κόπος•

    -ая надежда χαμένη ελπίδα.

    2. άσκοπος αδικαιολόγητος•

    -ая тревога αδικαιολόγητος φόβος•

    -ых слз не лей μην κλαις αδικαιολόγητα, μην κλαις άδαρτος.

    || άδικος•

    -ое обвинение άδικη κατηγορία•

    -ые нарекания άδικες επικρίσεις.

    Большой русско-греческий словарь > напрасный

  • 16 труд

    α.
    1. εργασία, δούλε ιά•

    физический труд χειρωνακτική εργασία•

    умственный труд πνευματική εργασία•

    намный труд μισθωτή εργασία•

    производительность -а παραγωγικότητα της εργασίας•

    орудия -а εργαλεία της δουλειάς•

    плата за -ы ο μισθός της δουλειάς•

    разделение -а καταμερισμός εργασίας•

    жить своим -ом ζω με τη δουλειά μου.

    || πλθ. -ы ασχολίες, φροντίδες. || εξυπηρέτηση.
    2. έργο•

    научный труд επιστημονική εργασία.

    3. προσπάθεια, ένταση• κόπος, μόχθος• δυσκολία•

    с большим -ом με μεγάλη δυσκολία•

    взять на себя -κάνω τον κόπο.

    εκφρ.
    без -а – χωρίς κόπο, εύκολα•
    с -ом – με κόπο, δύσκολα•
    египетский - – εξαντλητική δουλειά (όπως των πυραμίδων).

    Большой русско-греческий словарь > труд

  • 17 Ennui

    subs.
    Satiety: P. and V. κόρος, ὁ (Plat.), πλησμονή, ἡ (Plat.).
    Lassitude: P. and V. κόπος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ennui

  • 18 Exhaustion

    subs.
    Weariness: P. and V. κόπος, ὁ, P. ταλαιπωρία, ἡ, V. κματος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Exhaustion

  • 19 Faintness

    subs.
    Weariness: P. and V. κόπος, ὁ.
    Weakness: P. and V. ἀσθένεια, ἡ (rare V.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Faintness

  • 20 Fatigue

    subs.
    P. and V. κόπος, ὁ, P. ταλαιπωρία, ἡ, V. κματος, ὁ.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. πιέζειν, τρχειν (only pass. in P.), ὄχλον παρέχειν (dat.), Ar. and P. ἐνοχλεῖν (acc. or dat.), ποκναίειν, P. ἐκτρυχοῦν, τρίβειν, V. τρειν (pass. also in Plat., but rare P.), ὀχλεῖν, Ar. and V. τείρειν; see Weary, Distress.
    Be fatigued: use also P. and V. βαρύνεσθαι, πειπεῖν, κάμνειν (rare P.). P. ἀπαγορεύειν, ἀποκάμνειν, παραλύεσθαι, Ar. and P. ταλαιπωρεῖσθαι, Ar. and V. τείρεσθαι, V. καταξαίνεσθαι, Ar. κοπιᾶν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fatigue

См. также в других словарях:

  • κοπός — κοπός, ὁ (Μ) ίχνη βημάτων πάνω στο χώμα, μονοπάτι, ντορός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω (θ. κοπ , πρβλ. παθ. αορ. β ἐ κόπ ην) + κατάλ. ος] …   Dictionary of Greek

  • κόπος — striking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως …   Dictionary of Greek

  • κόπος — ο 1. μόχθος, κούραση. 2. αμοιβή για τους κόπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόπω — κόπος striking masc nom/voc/acc dual κόπος striking masc gen sg (doric aeolic) κοπόω weary pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κοπόω weary imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόποι — κόπος striking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόποις — κόπος striking masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπον — κόπος striking masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπου — κόπος striking masc gen sg κοπόω weary pres imperat act 2nd sg κοπόω weary imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπους — κόπος striking masc acc pl κοπόω weary imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»